τηνιακός

τηνιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Τήνο: Τηνιακό μάρμαρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηνιακός — και ντηνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Τήνο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Τηνιακός και η Τηνιακή ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τήνιος …   Dictionary of Greek

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • Τήνιος — α, ο / Τήνιος, ία, ον, ΝΜΑ [Τῆνος] 1. (το αρσ. και το θηλ.) ο κάτοικος τής Τήνου ή αυτός που κατάγεται από την Τήνο, Τηνιακός 2. (ως προσηγορικό) αυτός που προέρχεται από την Τήνο …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής Λαογραφίας (Πάρου) — Στο νοτιοδυτικό άκρο της Πάρου, κοντά στο αεροδρόμιο, λειτουργεί εδώ και λίγα χρόνια ένα ιδιόμορφο μουσείο που έχει σαν σκοπό να κρατήσει ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας των Κυκλάδων. Είναι δημιούργημα του Παριανού Μπενέτου Σκιαδά, ο οποίος έχει …   Dictionary of Greek

  • Τήνιος — θηλ. ία και Τηνιακός θηλ. ιά και ή ο κάτοικος της Τήνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”